λατομεῖον

λατομεῖον
λᾱτομ-εῖον, τό,
A stone-quarry, Str.12.2.8:—written [full] λᾱτόμιον SIG 1182.12 (Ephes., iii B.C.), Str.5.3.10, 9.1.13, CIG2032, 2043; [full] λᾱτόμιν AEM8.224 and 225.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λατομεῖον — stone quarry neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λατομείο — Υπαίθριος χώρος εξόρυξης οικοδομικών υλικών (μαρμάρου, πωρόλιθου κ.ά.) και δευτερευόντως άνθρακα, χημικών ουσιών και μεταλλευμάτων. Η εργασία στο λ. περιλαμβάνει την εξόρυξη και τη μεταφορά των χρήσιμων ορυκτών καθώς και των υπερκείμενων στείρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”